Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δαγκάνω
ρήμα μεταβατικό

1 mo`rdere; morsica`re δαγκάνω ένα μήλο==mordere una mela
2 ((figurato)) mo`rdere; punzecchia`re; provoca`re con paro`le δάγκωσε τη γλώσσα σου==sta zitto!; non dirlo neanche per scherzo!

δαγκώνομαι
ρήμα παθητικό

mo`rdersi le labbra δαγκώθηκε για να μην ουρλιάξει==si è morso (le labbra) per non urlare

δαγκώνω  
ρήμα μεταβατικό

mo`rdere δάγκωσε τα χείλη της για να συγκρατήσει τα δάκρυά της==si è morsa le labbra per trattenere le lacrime

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δαγκανιάρικος δάγκωμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---