Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδαίδαλος
ουσιαστικό αρσενικό 1 dedalo ~m~; labiri`nto ~m~ 2 ((figurato)) grovi`glio ~m~; garbu`glio ~m~; tortuosità ~f~; ginepra`io ~m~; de`dalo ~m~ οι δαίδαλοι της γραφειοκρατίας==le tortuosità della burocrazia Δαίδαλος κύριο όνομα αρσενικό Dedalo ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |