Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δαιμονισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [δαιμονίζω]
2 indemonia`to; possedu`to dal demo`nio; invasa`to dal demo`nio
3 ((figurato)) pazzo; folle
4 ((figurato)) indiavola`to; frene`tico δαιμονισμένος χορός==danza indiavolata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δαιμόνιος δαιμονισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---