Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δαιμονισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ossessio`ne ~f~; indiavolame`nto ~m~
2 deme`nza ~f~; pazzi`a ~f~; folli`a ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δαιμονισμένος δαιμόνισσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---