Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδάκρυ
ουσιαστικό ουδέτερο 1 la`crima ~f~ τα μάτια τον γέμισαν δάκρυα==i suoi occhi si sono riempiti di lacrime | κροκοδείλια δάκρυα==lacrime di coccodrillo | κλαίω με μαύρο δάκρυ==versare lacrime amare 2 go`ccio ~m~; go`ccia ~f~; la`crima ~f~ ένα δάκρυ κρασί==un goccio di vino | ένα δάκρυ ξύδι==una goccia di aceto δάκρυα ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός pia`nto ~m~ δάκρυο ουσιαστικό ουδέτερο variante di [δάκρυ] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |