Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδαιδαλώδης
επίθετο 1 deda`leo 2 ((figurato)) ingarbuglia`to; intrica`to δαιδαλώδης κατάσταση==situazione ingarbugliata permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |