Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδάδα
ουσιαστικό θηλυκό 1 sche`ggia ~f~ resino`sa di legno infiamma`bile; to`rcia ~f~ 2 ((figurato)) fia`ccola ~f~ η δάδα του πολιτισμού==la fiaccola della civiltà permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |