Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δά  
μόριο

1 ((con valore rafforzativo)) che no!, Ma neanche per idea!
2 ((con valore dimostrativo)) σ' ένα τόσο δα σπιτάκι να μένουν τόσοι άνθρωποι!==abitare cosi in tanti in una casa cosi piccola! | τώρα δα θα σου τηλεφωνούσα==proprio adesso ti avrei telefonato, stavo proprio per telefonarti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Δ, δ δαγεροτυπία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---