Notice: Undefined index: NPNP in /home/websites/italikolexiko.com/www/ellhno-italiko-lexiko.php on line 731

Notice: Trying to access array offset on value of type null in /home/websites/italikolexiko.com/www/ellhno-italiko-lexiko.php on line 731
ΣΦΑΛΜΑ: NPNP ΙΤΑΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ OLIVETTI

Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γοητευμένος [επίθ.] γοναδοτροπίνη [θηλ.ουσ]
γοητεύομαι (-) γόνατα [ουσ ουδ πληθ.]
γοητευτής [ουσ αρσ ] γονατιά [θηλ.ουσ]
γοητευτικά [επίρ.] γονατίζω {γονάτισ-α...
γοητευτικός [επίθ.] γονατίζω {γονάτισ-α...
γοητευτικότητα [θηλ.ουσ] γονάτιο [ουσ ουδ.]
γοητεύω {γοήτ-ευσα... γονάτιος [επίθ.]
γόητρο {γοήτρου |... γονάτισμα [ουσ ουδ.]
γόισσα [θηλ.ουσ] γονατισμένος [επίθ.]
Γολγοθάς χωρίς πληθ γονατιστά [επίρ.]
γολέτα {γολετών} γονατιστός [επίθ.]
Γολιάθ [κύρ.όν. αρσ.] γόνατο {γονάτ-ου ...
γόμα [θηλ.ουσ] γονατώδης [επίθ.]
γομαλάκα [θηλ.ουσ] γόνδολα {χωρ. γεν....
γομαλάστιχα [θηλ.ουσ] γονδολιέρης {γονδολιέρ...
γομάρι {γομαρ-ιού... γονέας {γον-είς, ...
γόμμα {χωρ. γεν.... γονείς [ουσ αρσ πληθ.]
γομολάστιχα [θηλ.ουσ] γονιδιακός [επίθ.]
Γόμορα [npnp] γονίδιο {γονιδί-ου...
γόμος [ουσ αρσ ] γονιδίωμα {γονιδιώμ-...
γόμφος [ουσ αρσ ] γονικός [επίθ.]
γομωμένος [επίθ.] γονιμοποιημένος [επίθ.]
γομώνω {γόμω-σα, ... γονιμοποίηση {-ης κ. -ή...
γόμωση {-ης κ. -ώ... γονιμοποιητικός [επίθ.]
γόνα [ουσ ουδ.] γονιμοποιώ {γονιμοποι...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: