Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γοητευμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [γοητεύω]
2 affascina`to
3 fata`to
4 incanta`to
5 rapi`to
6 suggestiona`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γοητεία γοητεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---