Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγόης
ουσιαστικό αρσενικό 1 uo`mo ~m~ affascina`nte; sedutto`re ~m~; conquistato`re ~m~; dongiova`nni ~m~ οι μεγάλοι γόητες του αμερικανικού σινεμά==i grandi seduttori del cinema americano | παριστάνει τη γόησσα==assume pose da maliarda 2 incantato`re ~m~ γόης φιδιών==incantatore di serpenti γόησσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [γόης ^-η, ο^] 2 donna ~f~ affascina`nte; seduttri`ce ~f~; ammaliatri`ce ~f~; rubacuo`ri ~f~ γόητας ουσιαστικό αρσενικό variante di [γόης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |