Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γογγυσμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 lagna`nza ~f~
2 mugu`gno ~m~
3 ri`nghio ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γογγύλι γοερός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---