Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγνωστός
επίθετο 1 consciu`to, no`to μια πολύ γνωστή ποιήτρια==una poetessa molto conosciuta | είναι γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους==è una persona conosciuta negli ambienti artistici 2 φιμισμένος famo`so; rinoma`to γνωστός ουσιαστικό αρσενικό conoscente ~mf~ έχει πολλούς γνωστούς, αλλά λίγους φίλους==ha molti conoscenti, ma pochi amici γνωστότατος επίθετο superlativo di [γνωστός] γνωστότερος επίθετο comparativo di [γνωστός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |