Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γοητεία  
ουσιαστικό θηλυκό

inca`nto ~m~; fa`scino ~m~; attrazio`ne ~f~; attratti`va ~f~ τον κέρδισε με τη μυστηριώδη γοητεία της==l'ha avvinto con il suo fascino misterioso | μια νύχτα γεμάτη γοητεία==una notte piena d'incanto | η γοητεία του εύκολου κέρδους==l'attrattiva di facili guadagni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γόητας γοητευμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---