Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγοητεύομαι
ρήμα παθητικό 1 delizia`rsi 2 incanta`rsi γοητεύω ρήμα μεταβατικό 1 strega`re; affattura`re 2 ((figurato)) incanta`re, affascina`re; ammalia`re φωνή που γοητεύει το κοινό==una voce che incanta il pubblico 3 ((per estensione)) sedu`rre; illu`dere; inganna`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |