Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγνώστης
ουσιαστικό αρσενικό intendito`re ~m~; conoscito`re ~m~ γνώστης της μουσικής==intenditrice di musica γνώστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [γνώστης ^-η, ο^] 2 intenditri`ce ~f~; conoscitri`ce ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |