Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γνώση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 conosce`nza ~f~; cognizio`ne ~f~ έχω γνώση της κατάστασης==essere a conoscenza della situazione | λαμβάνω γνώση==prendere conoscenza; prendere atto
2 sape`re ~m~; nozio`ne ~f~; cognizio`ne ~f~ η ανθρώπινη γνώση είναι πεπερασμένη==l'umano sapere è limitato | κάνω επίδειξη γνώσεων==ostentare il proprio sapere | επιστημονικές γνώσεις==nozioni scientifiche | άνθρωπος με απέραντες γνώσεις==un uomo di vaste cognizioni
3 giudi`zio ~m~; senno ~m~; sagge`zza ~f~; sensate`zza ~f~ κοπέλα με γνώση==una ragazza giudiziosa | ποτέ του δε θα βάλει γνώση==non metterà mai giudizio | η γνώση των γερόντων==il senno dei vecchi+++στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα==del senno di poi son piene le fosse | εν γνώσει==consapevolmente, con piena cognizione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γνωρισμένος γνωσιολογία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


έχω μια επιφανειακή γνώση = avere un'infarinatura || οι γενικές γνώσεις [f.] = cultura [θηλ.] generale


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---