Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γνωριμία, (popolare) γνωριμιά  
ουσιαστικό θηλυκό

conosce`nza ~f~ στις διακοπές έκανα ενδιαφέρουσες γνωριμίες==in vacanza, ho fatto delle conoscenze interessanti | έχει γνωριμίες στον κυβερνητικό χώρο==ha molte conoscenze negli ambienti vicini al governo | χάρηκα για τη γνωριμία==lieto di aver fatto la Sua conoscenza

γνωριμίες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

adere`nze ~fp~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γνωρίζω γνώριμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---