Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγνώμονας
ουσιαστικό αρσενικό 1 squadra ~f~ (a tria`ngolo retta`ngolo) 2 ((figurato)) ca`none ~m~; norma ~f~; re`gola ~f~; prece`tto ~m~ γνώμονα στη ζωή του έχει την τιμιότητα==ha l'onestà come canone di vita | οι μεταφράσεις θα πρέπει να γίνονται με σταθερό γνώμονα την ακριβολογία==la precisione nel tradurre dovrebbe essere una regola, norma costante permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |