Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγνωμοδότης
ουσιαστικό αρσενικό peri`to ~m~ γνωμοδότρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [γνωμοδότης ^-η, ο^] 2 perito ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |