Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γνωμοδότης  
ουσιαστικό αρσενικό

peri`to ~m~

γνωμοδότρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [γνωμοδότης ^-η, ο^]
2 perito ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γνωμικός γνωμοδότηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---