Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγνώμες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός vedu`te ~fp~ γνώμη ουσιαστικό θηλυκό 1 opinio`ne ~f~, pare`re ~m~; avvi`so ~m~ είμαι της γνώμης ότι…==sono dell'opinione, del parere che… | δεν έχω την ίδια γνώμη==non sono dello steso parere, avviso | δε συμφωνώ με τη γνώμη σου==non sono d'accordo con la tua opinione | κατά τη γνώμη μου==a mio avviso; a mio parere; secondo me | κατά την ταπεινή μου γνώμη==secondo il mio modesto parere 2 diritto pare`re ~m~; consi`glio ~m~; opinio`ne ~f~ di un espe`rto θα ζητήσω τη γνώμη δικηγόρου==chiederò il parere di un avvocato+++η κοινή γνώμη==l'opinione pubblica permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματακατά την γνώμη μου = a mio avviso || κατά τη γνώμη μου = a mio parere || αλλάζω γνώμη = cambiare idea || η κοινή γνώμη = opinione [θηλ. πλυθ.] pubblica Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |