Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

άφοβος [επίθ.] αφορεσμός [ουσ αρσ ]
αφόδευμα [ουσ ουδ.] αφόρητος [επίθ.]
αφόδευση {-ης κ. -ε... αφορία {χωρ. πληθ...
αφοδευτήριο {αφοδευτηρ... αφόριγος [επίθ.]
αφοδεύω {αφόδευσα} αφορίζω {αφόρισ-α,...
αφοδράριστος [επίθ.] αφόριος [επίθ.]
αφομοιωμένος [επίθ.] αφορισμένος [επίθ.]
αφομοιώνομαι aor αφομοι... αφορισμός [ουσ αρσ ]
αφομοιώνω {αφομοίω-σ... αφοριστικός [επίθ.]
αφομοίωση {-ης κ. -ώ... αφορμάριστος [επίθ.]
αφομοιώσιμος [επίθ.] αφορμή [θηλ.ουσ]
αφομοιωτικός [επίθ.] αφορμίζω {αφόρμισ-α...
αφόντες [σύνδ.] αφόρμισμα [ουσ ουδ.]
αφόντις [σύνδ.] αφορολόγητα [ουσ ουδ πληθ.]
αφοπλίζομαι ipf αφοπλι... αφορολόγητος [επίθ.]
αφοπλίζω {αφόπλισ-α... άφορος [επίθ.]
αφόπλιση [θηλ.ουσ] αφόρτωτος [επίθ.]
αφοπλισμένος [επίθ.] αφορώ {αφοράς......
αφοπλισμός [ουσ αρσ ] αφορώ {αφοράς......
αφοπλιστικά [επίρ.] αφορών [επίθ.]
αφοπλιστικός [επίθ.] αφοσιωμένος [επίθ.]
αφορεί {αφοράς...... αφοσιώνομαι {αφοσιώ-θη...
αφορεσμένος [επίθ.] αφοσίωση {-ης κ. -ώ...
αφορεσμένος! [επιφ.] αφότου, αφ' ότου [σύνδ.]
αφορεσμένος [ουσ αρσ ] αφού [σύνδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: