Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφορισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 afori`sma ~m~; ma`ssima ~f~
2 ecclesiastico scomu`nica ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφορισμένος αφοριστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---