Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφορμή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ca`usa ~f~; moti`vo ~m~ για ασήμαντη αφορμή==per un futile motivo
2 ευκαιρία prete`sto; appi`glio ~m~ έψαχνε αφορμή για να τον απολύσει==cercava un pretesto per licenziarlo
3 occasio`ne ~f~ βρήκε την κατάλληλη αφορμή για να το σκάσει==ha colto l'occasione opportuna ed è fuggito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφορμάριστος αφορμίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---