Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφοσίωση  
ουσιαστικό θηλυκό

dedizio`ne ~f~; devozio`ne ~f~ η αφοσίωσή της στους γονείς της είναι συγκινητική==la sua dedizione per i suoi genitori è commovente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφοσιώνομαι αφότου, αφ' ότου  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---