Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφράτος  
επίθετο

1 so`ffice; mo`rbido; spumo`so αφράτη κρέμα==crema soffice
2 persona dalla pelle bia`nca e mo`rbida; flo`rido; paffute`llo; grasso`ccio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άφραστος αφρίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---