Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαφρίζω
ρήμα αμετάβατο 1 fare schiu`ma; schiuma`re; fare spuma; spuma`re; spumeggia`re η μπίρα αφρίζει==la birra schiuma 2 ave`re la bava, la schiu`ma alla bocca; schiuma`re το άλογο είχε αφρίσει==il cavallo aveva la schiuma alla bocca 3 ((figurato)) ave`re la bava alla bocca; infuria`rsi; anda`re su tutte le fu`rie; schiuma`re αφρίζω από το κακό μου==schiumare di rabbia, collera | άφρισε όταν τού είπα πως έμεινα στην ίδια τάξη==quando gli ho detto che ero stato bocciato, è andato su tutte le furie permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |