Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Αφρικάνα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Αφρικανός ^-ού, ο^]
2 Africana ~f~; abitante ~f~ dell'a`frica

Αφρικανή
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Αφρικανός ^-ού, ο^]
2 Africana ~f~; abitante ~f~ dell'a`frica

Αφρικάνος  
ουσιαστικό αρσενικό

africa`no ~m~

Αφρικανός  
ουσιαστικό αρσενικό

africa`no ~m~; abitante ~m~ dell'a`frica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφρίζων αφρικάνικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---