Αφρικάνα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [Αφρικανός ^-ού, ο^]
2 Africana ~f~; abitante ~f~ dell'a`frica
Αφρικανή
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [Αφρικανός ^-ού, ο^]
2 Africana ~f~; abitante ~f~ dell'a`frica
Αφρικάνος
ουσιαστικό αρσενικό
africa`no ~m~
Αφρικανός
ουσιαστικό αρσενικό
africa`no ~m~; abitante ~m~ dell'a`frica