Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφορμάριστος  
επίθετο

1 non forma`to άφησε τα μαλλιά της αφορμάριστα==non si è fatta la messa in piega
2 fuo`ri forma; fuo`ri eserci`zio; fuo`ri allename`nto αφορμάριστος αθλητής==atleta fuori forma

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφοριστικός αφορμή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---