Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφομοιώνομαι
ρήμα παθητικό

concentra`rsi

αφομοιώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 assimila`re; assorbi`re; impara`re αφομοιώνει εύκολα όσα διαβάζει==assimila facilmente ciò che legge
2 assimila`re; assorbi`re; fare pro`prio οι Ρωμαίοι αφομοίωσαν πολλά στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού==i romani assorbirono molti elementi della cultura greca
3 fisiologia assimila`re ο οργανισμός αφομοιώνει δύσκολα ορισμένες τροφές==l'organismo assimila con difficoltà certi cibi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφομοιωμένος αφομοίωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---