Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαφομοίωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 assimilazio`ne ~f~; apprendime`nto ~m~ 2 fisiologia assimilazio`ne ~f~; assorbime`nto ~m~ αφομοίωση τροφών==assimilazione dei cibi 3 grammatica assimilazio`ne ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |