Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφοπλίζομαι
ρήμα παθητικό

disarma`re

αφοπλίζω  
ρήμα μεταβατικό

disarma`re ((anche in senso figurato)) αφόπλισε το ληστή==disarmò il bandito | η αφέλειά της τον αφόπλισε==la sua ingenuità lo disarmò

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφόντις αφόπλιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---