Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ασημώ, (raro) Ασήμω [θηλ.ουσ] ασθματικός [ουσ αρσ ]
ασήμωμα [ουσ ουδ.] Ασία [κύρ.όν. θηλ.]
ασημωμένος [επίθ.] άσιαστος [επίθ.]
ασημώνω {ασήμω-σα,... Ασιάτης [ουσ αρσ ]
ασηπτικός [επίθ.] ασιατικός [επίθ.]
άσηπτος [επίθ.] Ασιάτισσα [θηλ.ουσ]
ασηψία [θηλ.ουσ] άσιαχτος [επίθ.]
ασθένεια {-ας κ. (λ... ασίγαστος [επίθ.]
ασθενέστατος [επίθ.] ασίγιστα [επίρ.]
ασθενέστερος [επίθ.] ασιδέρωτος [επίθ.]
ασθενής {ασθεν-ούς... Ασίζα [θηλ.ουσ]
ασθενής [ουσ αρσ και θηλ.] Ασίζι [θηλ.ουσ]
ασθενικός [επίθ.] ασίκης [επίθ.]
ασθενικότατος [επίθ.] ασικλίκι [ουσ ουδ.]
ασθενικότερος [επίθ.] ασιτία {χωρ. πληθ...
ασθενικότητα [θηλ.ουσ] ασίχατος [επίθ.]
ασθενικώτατος [επίθ.] άσκαβος [επίθ.]
ασθενικώτερος [επίθ.] ασκαλώπακος [ουσ αρσ ]
ασθενοφόρο [ουσ ουδ.] ασκαρδαμυκτί [επίρ.]
ασθενώ {ασθενείς.... ασκαρίαση {-ης κ. -ά...
ασθενώς [επίρ.] ασκαρίασις [θηλ.ουσ]
άσθμα {άσθματος ... ασκαρίδα [θηλ.ουσ]
ασθμαίνω {μόνο σε ε... άσκαστος [επίθ.]
ασθμαίνων [επίθ.] άσκαυλος {ασκαύλ-ου...
ασθματικός [επίθ.] άσκαφος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: