Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›άσηπτος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

άσηπτος  
επίθετο

1 non anco`ra putrefa`tto
2 imputresci`bile
3 medicina sterilizza`to; ste`rile άσηπτη γάζα==garza sterile

permalink
‹ ασηπτικός
ασηψία ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ασημώ, (raro) Ασήμω [θηλ.ουσ]
ασήμωμα [ουσ ουδ.]
ασημωμένος [επίθ.]
ασημώνω {ασήμω-σα,...
ασηπτικός [επίθ.]
άσηπτος [επίθ.]
ασηψία [θηλ.ουσ]
ασθένεια {-ας κ. (λ...
ασθενέστατος [επίθ.]
ασθενέστερος [επίθ.]
ασθενής {ασθεν-ούς...
ασθενής [ουσ αρσ και θηλ.]
ασθενικός [επίθ.]
ασθενικότατος [επίθ.]
ασθενικότερος [επίθ.]
ασθενικότητα [θηλ.ουσ]
ασθενικώτατος [επίθ.]
ασθενικώτερος [επίθ.]
ασθενοφόρο [ουσ ουδ.]
ασθενώ {ασθενείς....


{{ID:ASHPTOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti