Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασημωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [ασημώνω]
2 argentato
3 inargentato
4 placcato in argento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασήμωμα ασημώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---