Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασημότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 irrileva`nza ~f~
2 mediocrità ~f~
3 perso`na ~f~ insignifica`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασημοσουγιά Ασημώ, (raro) Ασήμω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---