Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασθενέστατος
επίθετο superlativo di [ασθενής] ασθενέστερος επίθετο comparativo di [ασθενής] ασθενής επίθετο 1 άρρωστος mala`to; infe`rmo; dege`nte κατά φαντασίαν ασθενής==malato immaginario 2 αδύναμος de`bole ασθενής σεισμική δόνηση==debole scossa sismica ασθενής ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό mala`to ~m~; pazie`nte ^mf^ αστενής επίθετο variante di [ασθενής] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |