Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασθενικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 debole`zza ~f~
2 esilità ~f~
3 gracilità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασθενικότερος ασθενικώτατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---