Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΑσιάτης
ουσιαστικό αρσενικό asia`tico ~m~; abita`nte ~m~ dell'a`sia Ασιάτισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Ασιάτης ^-η, ο^] 2 asia`tica ~f~; abita`nte ~f~ dell'a`sia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |