Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασίγαστος  
επίθετο

1 che non tace
2 ((figurato)) inestingui`bile; indoma`bile; impetuo`so; implaca`bile ασίγαστος πόθος==desiderio ardente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άσιαχτος ασίγιστα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---