Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασκαρίαση  
ουσιαστικό θηλυκό

ascaridi`asi ~f~

ασκαρίασις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ασκαρίαση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασκαρδαμυκτί ασκαρίδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---