Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

απαιδαγώγητος [επίθ.] απαιτητικώτατος [επίθ.]
απαιδευσία {χωρ. πληθ... απαιτητικώτερος [επίθ.]
απαίδευτος [επίθ.] απαιτητός [επίθ.]
άπαικτος [επίθ.] απαιτούμενος [επίθ.]
απαίρνω [ρ. μτβ.] απαιτώ (απαίτ-ησα...
απαίρω aor απήρα ... απακουμπώ aor αποκού...
απαίσια [επίρ.] απαλά [επίρ.]
απαισιόδοξα [επίρ.] απαλαίνομαι [ρ. παθ.]
απαισιοδοξία {χωρ. πληθ... απαλάμη [θηλ.ουσ]
απαισιόδοξος [επίθ.] απαλάργου [επίρ.]
απαισιόμορφος [επίθ.] απαλάφρου [επίρ.]
απαίσιος [επίθ.] απαλειμμένος [επίθ.]
απαισιότατος [επίθ.] απαλείφω (απάλ-ειψα...
απαισιότερος [επίθ.] απάλειψη {-ης κ. -ε...
απαισιώτατος [επίθ.] απάλειψις [θηλ.ουσ]
απαισιώτερος [επίθ.] απαλένω ipf απάλαι...
απαιτείται [ρ. απρ.] απαλησμονιά [θηλ.ουσ]
απαιτέω (απαίτ-ησα... απαλησμονώ ipf απολησ...
απαίτηση [-εις] {-η... απαλλαγείς [ουσ αρσ ]
απαίτησις gen απαίτη... απαλλαγή [θηλ.ουσ]
απαιτητής [ουσ αρσ ] απαλλαγμένος [επίθ.]
απαιτητικός [επίθ.] απαλλάζω aor απάλλα...
απαιτητικότατος [επίθ.] απαλλακτικός [επίθ.]
απαιτητικότερος [επίθ.] απαλλάξιμος [επίθ.]
απαιτητικότητα η, gen απα... απαλλάσσομαι ipf απαλλα...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: