Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απαλλάζω
ρήμα μεταβατικό

variante di [απαλλάσσω]

απαλλάσσομαι
ρήμα παθητικό

1 dispensa`rsi
2 esenta`rsi
3 libera`rsi
4 scagiona`rsi
5 discolpa`rsi

απαλλάσσω  
ρήμα μεταβατικό

1 libera`re; affranca`re απαλλάσσω κάποιον από το καθεστώς της δουλείας==affrancare qualcuno dalla schiavitù | θα σε απαλλάξω από την παρουσία μου==ti libero della mia presenza
2 dispensa`re; esi`mere; esenta`re; esonera`re απαλλάσσω ένα μαθητή απ' την γυμναστική==esentare un allievo dall'ora di ginnastica | την απάλλαξαν από την υπηρεσία==l'hanno dispensata dal servizio | τον απάλλαξαν λόγω αναπηρίας==l'hanno esonerato per invalidità
3 diritto asso`lvere το εφετείο τούς απάλλαξε==la corte d'appello li ha assolti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απαλλαγμένος απαλλακτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---