Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπαλός
επίθετο 1 mo`rbido τα χέρια της ήταν απαλά σαν βελούδο==le sue mani erano morbide come il velluto 2 τρυφερός delica`to; dolce προτιμώ τα απαλά χρώματα==preferisco i colori delicati | ακουγόταν μια απαλή μουσική==si sentiva una musica dolce+++εξ απαλών ονύχων==dalla più tenera infanzia απαλότατος επίθετο superlativo di [απαλός] απαλότερος επίθετο comparativo di [απαλός] απαλώτατος επίθετο superlativo di [απαλός] απαλώτερος επίθετο comparativo di [απαλός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |