Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απαλύνω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 ammorbidi`re
2 ((figurato)) leni`re; allevia`re τα λόγια μου απάλυναν τον πόνο του==le mie parole alleviarono il suo dolore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απαλυμένος απαλώτατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---