Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπαίτηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 esige`nza ~f~ η παράσταση δεν ικανοποίησε τις απαιτήσεις του κοινού==lo spettacolo non ha soddisfatto le esigenze del pubblico 2 prete`sa ~f~; richie`sta ~f~ χρηματικές απαιτήσεις==richieste, pretese pecuniarie απαίτησις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [απαίτηση] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |