Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απαίσιος  
επίθετο

1 infa`usto; fune`sto; sini`stro απαίσιος οιωνός==presagio sinistro, infausto
2 orre`ndo; orri`bile; pe`ssimo; schifo`so; infa`me ο καιρός ήταν απαίσιος==il tempo era pessimo | απαίσιο θέαμα==spettacolo orrendo

απαισιότατος
επίθετο

superlativo di [απαίσιος]

απαισιότερος
επίθετο

comparativo di [απαίσιος]

απαισιώτατος
επίθετο

superlativo di [απαίσιος]

απαισιώτερος
επίθετο

comparativo di [απαίσιος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απαισιόμορφος απαιτείται  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---