Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απαιτείται
ρήμα απρόσωπο

occo`rre; ci vuo`le

απαιτέω
ρήμα μεταβατικό

variante di [απαιτώ]

απαιτώ  
ρήμα μεταβατικό

prete`ndere; esi`gere; richie`dere απαιτεί το σεβασμό των υπαλλήλων του==esige il rispetto dei suoi dipendenti | απαιτώ να μού πεις την αλήθεια==esigo che tu mi dica la verità | η δουλειά του απαιτεί μεγάλη υπομονή==il suo lavoro richiede una grande pazienza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απαισιώτερος απαίτηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---