Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απαλείφω  
ρήμα μεταβατικό

1 cancella`re; esti`nguere ο χρόνος απαλείφει τις δυσάρεστες αναμνήσεις==il tempo cancella i ricordi spiacevoli | απαλείφω υποθήκη==cancellare un'ipoteca
2 to`gliere απαλείφω άρθρο από νομοσχέδιο==togliere un articolo da un disegno di legge

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απαλειμμένος απάλειψη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---