Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπαλλαγμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [απαλλάσσω] 2 asso`lto 3 esonera`to 4 libera`to απηλλαγμένος επίθετο 1 variante di [απαλλαγμένος] 2 participio passato del verbo [απαλλάσσω] 3 ese`nte 4 scevro permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |